Συναίνεση με… θρίλερ δείχνει η στατιστική της προεδρικής κάλπης

Από το 1975, που ισχύει το παρόν Σύνταγμα της χώρας, ισχύει το όριο των 200 βουλευτών για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Στόχος είναι να υπάρχει συναίνεση στο πρόσωπο του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα, καθώς από το 1974 μέχρι σήμερα, μόνο η Ν.Δ. το 1974 είχε κοινοβουλευτική δύναμη μεγαλύτερη των 200 βουλευτών (220). Ακόμη και στη μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, με το 48% η δύναμή του ήταν 172 βουλευτές. Ως εκ τούτου, η πράξη δείχνει πως μόνο μέσω συνεργασιών, κι όχι μονοκομματικά, μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας στις τρεις ψηφοφορίες. Διαφορετικά, τη λύση τη δίνουν οι κάλπες.

 

Του Μιχάλη Κωτσάκου

 

Τόσο πριν όσο και μετά το 1985, όταν και αφαιρέθηκαν κρίσιμες αρμοδιότητες από τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπήρξαν φορές που επικράτησε συναινετικό πνεύμα κι άλλες που έγινε ντέρμπι. Με ίντριγκες, θρίλερ και παρασκήνιο.

Ο πρώτος και, μάλιστα, προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Μιχαήλ Στασινόπουλος στην αυγή της μεταπολίτευσης. Ο πανεπιστημιακός και βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ. εκλέχθηκε με 206 «ναι» λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1974. Η προεδρική του θητεία ήταν διακριτική και διήρκεσε έως τις 20/6/1975, οπότε το αξίωμα ανέλαβε ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εξελέγη με 210 ψήφους, έχοντας απέναντί του τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου, με 65, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό.

 

Η πρώτη εκλογή Καραμανλή

Πέντε χρόνια αργότερα έγινε η πρώτη μάχη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, βλέποντας το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου να καλπάζει, αποφάσισε να ρίξει στη φωτιά των εκλογών του 1981 τον Γεώργιο Ράλλη και ο ίδιος να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής είχε προνοήσει να κάνει διεύρυνση. Έτσι ενέταξε στην Κ.Ο. της Ν.Δ. βουλευτές από το κέντρο, όπως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη των Νεοφιλελευθέρων και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο της ΕΔΗΚ, η οποία ουσιαστικά διαλύθηκε, αφού τέσσερις βουλευτές προσχώρησαν στη Ν.Δ. Η εκλογή του Καραμανλή δεν ήταν εύκολη, αφού χρειάστηκαν και οι τρεις ψηφοφορίες στις 23, 29 Απριλίου και 5 Μαΐου 1980. Στην πρώτη πήρε 179 ψήφους, στη δεύτερη 181 και στην τρίτη 183, ενώ συνολικά οι υποψήφιοι ήταν οκτώ! Για να μπορέσει ο Καραμανλής να κερδίσει, έπρεπε να φύγουν από την ακροδεξιά Εθνική Παράταξη τρεις βουλευτές, από την ΕΔΗΚ δύο κι από το ΚΟΔΗΣΟ ένας.

 

Ο Σαρτζετάκης

Και η επόμενη διαδικασία εκλογής είχε σασπένς. Με τον μοναδικό υποψήφιο Χρήστο Σαρτζετάκη να εκλέγεται οριακά έπειτα από τρεις ψηφοφορίες στις 17, 23 και 29 Μαρτίου 1985, με 178-181-180 ψήφους αντίστοιχα. Ο πιέσεις που ασκήθηκαν στον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και οι αντιδράσεις ψηφοφόρων να μη στηρίξει τον Καραμανλή, οδήγησαν στην ξαφνική, ακόμα και για τους πιο στενούς του συνεργάτες, απόφαση να προτείνει στις 9 Μαρτίου του 1985 τον εν ενεργεία αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη (γνωστό από την υπόθεση Λαμπράκη), που είχε και τη στήριξη της Αριστεράς. Κι έτσι ο Καραμανλής, που είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι θα ανανεωθεί η θητεία του, τα βρόντηξε. Η ιστορία κατέγραψε ακόμα και την αρπαγή κάλπης από τον «γαλάζιο» βουλευτή Ιωαννίνων, Ελευθέριο Καλογιάννη, που την πήγε στα γραφεία της Ν.Δ. στη Βουλή. Κάτι που έγινε στη δεύτερη ψηφοφορία, όταν διανεμήθηκαν και ψηφοδέλτια χρώματος… βεραμάν, για να ελεγχθούν τυχόν διαρροές. Επεισοδιακή ήταν και η τρίτη, στην οποία ο Σαρτζετάκης έφτασε τις 180 με την ψήφο Αλευρά, ο οποίος δεν είχε πάρει μέρος στις δυο προηγούμενες ψηφοφορίες ως προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

 

Οι πέντε ψηφοφορίες

Το 1990 ήταν η μοναδική φορά που χρειάστηκαν… πέντε ψηφοφορίες. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, θέλοντας να γίνουν εκλογές για να ξεφορτωθεί την οικουμενική κυβέρνηση, αρνήθηκε οποιαδήποτε συναίνεση για το όνομα, έχοντας κατά νου να επαναφέρει από τις εφεδρείες τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος όμως δεν ήταν καθόλου ζεστός. Στις τρεις ψηφοφορίες (19 και 28 Φεβρουαρίου και 3 Μαρτίου του 1990), κανείς δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Στην πρώτη ψηφοφορία ο Σαρτζετάκης πήρε 151 ψήφους, στη δεύτερη ο προτεινόμενος από το ΠΑΣΟΚ Ιωάννης Αλευράς πρώτευσε με 127 και στην τρίτη έλαβε μία ψήφο παραπάνω (128). Και οι τρεις ψηφοφορίες είχαν από 148 «παρών», όλα της Ν.Δ. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τελικά δέχτηκε να μπει στο παιχνίδι μετά τις εκλογές (νίκη Ν.Δ.) και στην επαναληπτική ψηφοφορία στις 4 Μαΐου 1990 συγκέντρωσε 153 ψήφους, τέσσερις παραπάνω απ’ ό,τι στην πρώτη. Τον Καραμανλή στήριξαν και ο Θ. Κατσίκης της ΔΗΑΝΑ, όπως και δύο ανεξάρτητοι εκπρόσωποι της μουσουλμανικής μειονότητας.

 

Ο Στεφανόπουλος

Το 1995 για την εκλογή του Κωστή Στεφανόπουλου ο άνθρωπος-κλειδί ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος στο μεταξύ έχει ιδρύσει από το 1993 την Πολιτική Άνοιξη, η οποία επί της ουσίας, με τους δέκα βουλευτές της, ήταν αυτή που έβγαλε τον Στεφανόπουλο πρόεδρο και έδωσε το φιλί της ζωής στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, που γλίτωσε τις πρόωρες εκλογές. Ο Στεφανόπουλος είχε διαλύσει ήδη τη ΔΗΑΝΑ από το 1994, μετά την αποτυχία του κόμματος στις ευρωεκλογές, και προτάθηκε από ΠΑΣΟΚ και ΠΟΛ.ΑΝ., κόντρα στην υποψηφιότητα του Αθ. Τσαλδάρη της Ν.Δ. Και στις τρεις ψηφοφορίες (24 Φεβρουαρίου, 2 και 8 Μαρτίου 1995) ο Στεφανόπουλος πήρε από 181 ψήφους, ενώ ο Τσαλδάρης από 109 (στις δύο) και 108 στην τελευταία.

Από το 2000 και μετά δεν χρειάστηκαν ξανά περισσότερες από μία ψηφοφορίες. Στις 8  Φεβρουαρίου του 2000 ο Στεφανόπουλος επανεκλέχθηκε με 269 ψήφους, υποστηριζόμενος από ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά, με τον αντιπολιτευόμενο Καραμανλή να ζητάει πρόωρες εκλογές και να τις παίρνει (Απρίλιος 2000).
Ο Παπούλιας

Η σύμπραξη Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ συνεχίστηκε και στις επόμενες δύο ψηφοφορίες, του 2005 και του 2010, όταν και ο Κάρολος Παπούλιας εκλέχθηκε πρόεδρος με –ρεκόρ– 279 και 266 ψήφους αντίστοιχα, άνευ αντιπάλου. Και οι δύο διαδικασίες έγιναν Φεβρουάριο, ενώ το 2010 υπήρχε στήριξη και από τον ΛΑΟΣ.

 

Πώς αποφασίστηκε

Ο μαγικός αριθμός 180, που είναι οι απαραίτητος για να εκλεγεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αναφέρεται όπως είπαμε στο Σύνταγμα του 1975. Ποιος, όμως, ήταν ο εμπνευστής του… αριθμού;

Το 1975, λοιπόν, πάρθηκε η συγκεκριμένη απόφαση. Ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης, εκ των μελών τής τότε συντακτικής ομάδας του Συντάγματος, θυμάται: «Ο Κων. Καραμανλής ήταν πεπεισμένος ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως σύμβολο για τον λαό, θα πρέπει να εκλέγεται με τη στήριξη ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων και όχι αποκλειστικά από την εκάστοτε κυβερνητική παράταξη. Γι’ αυτό και προβλέφθηκαν οι τρεις ψηφοφορίες και η εκλογή του με αυξημένη πλειοψηφία». Μάλιστα, παραδέχεται πως εκείνη την εποχή υπήρξαν έντονες συζητήσεις γύρω από το θέμα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να έχει εδραιωμένη άποψη. Έλεγε πόσο σημαντικό και κρίσιμο είναι ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης και στήριξης ευρύτερων δυνάμεων, προκειμένου στο πρόσωπό του να συμβολίζονται η ενότητα και η εθνική συνεννόηση.

«Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975», γράφει άλλωστε ο κ. Βαρβιτσιώτης στο πρόσφατο βιβλίο του «Συνταγματικοί Στοχασμοί», «επιθυμούσε μία ευρύτερη πολιτική συναίνεση και τούτο διότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν “προικοδοτημένος” με ουσιαστικές αρμοδιότητες». Αυτός ήταν και λόγος που, σε άλλες πάντως συνθήκες από τις σημερινές, περιλήφθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του 1975 η πρόβλεψη για εκλογή από την πρώτη ψηφοφορία από τα 2/3 του συνόλου (200), στη δεύτερη το ίδιο και στην τρίτη από τα 3/5 του συνόλου (180).

Για την ιστορία, το Σύνταγμα συζητήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 1975 και η τότε κυβέρνηση επέφερε σημαντικές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο, παρατείνοντας την προθεσμία εκπόνησής του. Σημαντικό ρόλο στην ψήφισή του διαδραμάτισαν ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Κων. Παπακωνσταντίνου και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Κων. Στεφανάκης. Το ζήτημα των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν από τα βασικότερα σημεία διαφωνίας με την αντιπολίτευση, η οποία τελικώς αποχώρησε από τη Βουλή κατά την ψήφισή του. Αμέσως μετά την ψήφιση του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο πρόεδρος της Επιτροπής του Συντάγματος, Κων. Τσάτσος. Μία μέρα μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος (11 Ιουνίου), δηλαδή στις 12 Ιουνίου, κατατέθηκε η επίσημη αίτηση της Ελλάδας για πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ.

 

 

Το αξίωμα

 

Το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας καταγράφηκε για πρώτη φορά ως θεσμός στο σώμα του Συντάγματος του 1924. Ωστόσο, μέχρι το 1927 δεν είχε πάρει ακόμα τη μορφή ενός αυτόνομου υψηλού αξιώματος. Μετά το δημοψήφισμα που ανακήρυξε ως πολίτευμα την αβασίλευτη δημοκρατία, ο μέχρι τότε αντιβασιλέας Παύλος Κουντουριώτης έγινε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» με υπερεξουσίες προέβλεπε και το Σύνταγμα, που καταρτίστηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Με το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίστηκε εκ νέου ο ακριβής του ρόλος, αλλά οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν, έως… εξαφανίσεως, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986.

 

 

 

Ποιες οι προϋποθέσεις, οι αρμοδιότητες και η αλλαγή του Προέδρου

 

Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται από τη Βουλή των Ελλήνων και οι υποψήφιοι προτείνονται μόνο από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Για να εκλεγεί κάποιος στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να πληροί τέσσερις βασικές προϋποθέσεις:

  • Να είναι Έλληνας πολίτης για πέντε τουλάχιστον έτη.
  • Να έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή.
  • Να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του.
  • Να έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.

Από τη στιγμή που συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, μπορεί οποιοσδήποτε να προταθεί από τις κοινοβουλευτικές ομάδες για το αξίωμα. Αν και απαιτείται να δοθεί όρκος ενώπιον της Βουλής σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα (άρθρο 33 παρ. 2), κρατεί η άποψη ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση η θρησκεία του υποψηφίου. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία μόνο φορά, ενώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εκλογή που ακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του.

Η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση πολέμου ή μη εκλογής εγκαίρως νέου Προέδρου. Η αναπλήρωση δε συνιστά λόγο εκλογής νέου Προέδρου και ενεργείται από τον Πρόεδρο της Βουλής, σε περίπτωση δε που αυτή έχει διαλυθεί, από τον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, από την κυβέρνηση συλλογικά. Όσο διαρκεί η αναπλήρωση, ο αναπληρωτής Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να κάνει χρήση όλων των προεδρικών αρμοδιοτήτων.

Αρμοδιότητες και ποινική ευθύνη

Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας σήμερα είναι αρκετά περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν, και κυρίως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του συγκαταλέγονται ο διορισμός του πρωθυπουργού, των λοιπών μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, η ανάθεση διερευνητικών εντολών για τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, η απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, η σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών, η έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από τη Βουλή νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμου προκειμένου να καταστούν νόμοι του κράτους, η αναπομπή στη Βουλή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, η έκδοση διαταγμάτων και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η απεύθυνση διαγγελμάτων προς το λαό και η χάρη, μετατροπή ή μετριασμός των ποινών που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια. Πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δεν ενεργεί ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε με την προσυπογραφή του αρμοδίου υπουργού, ο οποίος είναι και ο μόνος πολιτικά υπεύθυνος.

Για τις πράξεις του ο Πρόεδρος ευθύνεται ποινικά μόνο για αυτές που συνιστούν εσχάτη προδοσία ή παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος (Σύντ. άρθρο 49, ν. 265/1976). Για άλλα αδικήματα, που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, η δίωξη αναστέλλεται μέχρι τη λήξη της θητείας του. Η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να τον παραπέμπει σε δίκη με σκοπό την τιμωρία του (κάθειρξη μόνο για εσχάτη προδοσία), έκπτωση από το αξίωμα, αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Για να υποβληθεί πρόταση για παραπομπή σε δίκη του Προέδρου της Δημοκρατίας απαιτούνται 100 υπογραφές βουλευτών, ενώ για να γίνει δεκτή αυτή απαιτείται πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 200. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης από τη Βουλή, παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο που δικάζει και τους υπουργούς κατά το άρθρο 86 και αναπληρώνεται μέχρι την έκδοση απαλλακτικής απόφασης.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα