Το ισχυρό «όπλο» του Μητσοτάκη για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων

Το ιστορικό χαμηλό στα ελληνικά ομόλογα αποτελεί το ισχυρό «όπλο» του Κυριάκου στη μεγάλη μάχη που θα δώσει για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Την  Τετάρτη το ελληνικό 10ετές έσπασε για πρώτη φορά το φράγμα του 2%, φτάνοντας ως το 1,99%, για να κλείσει τελικά στο 2,011%, καταγράφοντας μια τρελή κούρσα από το 3,9% της έκδοσης του στην αρχή της χρονιάς.

Την ίδια ώρα, το γερμανικό 10ετές- το σημείο αναφοράς- έκλεινε στο -0,375%, το πορτογαλικό στο 0,426%, το ιταλικό στο 1,499%.

Κάτι ανάλογο συνέβη και για το 5ετές, που έφτασε στο 1,024%, φλερτάροντας έτσι με το όριο του 1%, ενώ το 7ετές πριν καλά-καλά ανέβει στο ταμπλό, βλέπει την απόδοση του να πέφτει κάτω από το 1,6%, από το 1,9% της έκδοσης.

Οι εισροές κεφαλαίων στην αγορά ομολόγων έχουν οδηγήσει τα επιτόκια σε επίπεδα που προεξοφλούν την επανασύνδεση του Δημοσίου με τις αγορές και διευκολύνουν την κυβέρνηση στην ομαλή εκτέλεση του προγράμματος έκδοσης νέων τίτλων χρέους.

Το γεγονός αυτό διευκολύνει και τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία επανόδου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα για την άντληση κεφαλαίων και ρευστότητας, συνθήκη καθοριστική για την επιστροφή του κλάδου στην κανονικότητα.

Με τον τρόπο αυτό θα αποκτήσουν με ευνοϊκούς όρους τα απαραίτητα καύσιμα για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και τη στήριξη των επενδυτικών πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα.

Την ίδια ώρα, τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έκαναν ήδη την εμφανισή τους διά στόματος του Επιτρόπου Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί και του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, οι οποίοι άφησαν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο αναθεώρησης των στόχων.

Ανοίγει ο δρόμος για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων

Το «ράλι» στα ελληνικά ομόλογα, σε συνδυασμό με τα θετικά μηνύματα από το εξωτερικό, αναμένεται να αποτελέσουν τα κυριότερα «όπλα» της ελληνικής κυβέρνησης στη «μάχη» μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να ανασάνει η οικονομία.

Ήδη, το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο έχουν θέσει σε εφαρμογή μια ολοκληρωμένη στρατηγική, που βασίζεται στα ακόλουθα:

1. Στη μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου από τις αγορές: Η τεράστια επιτυχία με την οποία στέφθηκε η έκδοση του νέου 7ετούς ομολόγου την περασμένη εβδομάδα και οι εκτιμήσεις ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα προχωρήσει σε νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης (QE) έδωσαν καινούργια φτερά τόσο στο 5ετές και το 10ετές ομόλογο που εκδόθηκαν νωρίτερα φέτος όσο και στις παλαιότερες εκδόσεις κρατικού χρέους της χώρας μας.

Εάν γίνει πραγματικότητα ο νέος γύρος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η κυβέρνηση προχωρήσει, όπως σχεδιάζει, στην πρόωρη αποπληρωμή 3,7 δισ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πριν από το τέλος του έτους, τότε το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα μειωθεί ακόμα περισσότερο.

Υπενθυμίζεται ότι ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ αναγνώρισε την περασμένη Κυριακή, μιλώντας στην «Καθημερινή», ότι το νέο 7ετές ομόλογο ήταν «μεγάλη επιτυχία» και σήμα εμπιστοσύνης των αγορών προς τις οικονομικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης.

«Αυτό δείχνει ξανά: με τις σωστές πολιτικές, οι αγορές αντιδρούν θετικά.

Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ενάρετο κύκλο με χαμηλότερα επιτόκια. Κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο.

Επίσης, οι ξένοι θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν περισσότερο για άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έκανε καλή αρχή», συμπλήρωσε ο κ. Ρέγκλινγκ.

2. Στην προσήλωση στο τρίπτυχο μεταρρυθμίσεις-προσέλκυση επενδύσεων-τόνωση της ρευστότητας: Η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν δεσμευτεί ότι θα προχωρήσουν με ταχείς ρυθμούς στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της ρευστότητας, προκειμένου να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, θα επιτρέψουν να αποκλιμακωθεί ταχύτερα το χρέος.

Η δέσμευση αυτή και η επιχειρηματολογία για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα αναλυθούν από τον κ. Μητσοτάκη στις συναντήσεις του με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο στις 29 Αυγούστου, τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε στο Άμστερνταμ στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου και τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι μετά τις 20 Αυγούστου (η ακριβής ημερομηνία δεν έχει ακόμα καθοριστεί).

«Είναι ξεκάθαρο ότι όποια πρόταση θα πρέπει να συζητηθεί από το Eurogroup στο πλαίσιο επικαιροποιημένης ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους και ενός ξεκάθαρου πακέτου μεταρρυθμίσεων που ενισχύει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη», είπε χαρακτηριστικά χθες ο Επίτροπος Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί στην εφημερίδα «Τα Νέα», δίνοντας ουσιαστικά ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβερνητική στρατηγική.

«Η Κομισιόν δεν υποστήριξε ποτέ τα πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ για πάντα. Ξέρουμε ότι κάποια στιγμή κάτι πρέπει να γίνει, αλλά εξαρτάται από τη μείωση του χρέους και τις μεταρρυθμίσεις. Θα συζητηθεί εν ευθέτω χρόνω και η Κομισιόν θα είναι στο πλευρό της Ελλάδας», πρόσθεσε.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας τόνισε κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης στη Βουλή: «Αυτός ο ενάρετος κύκλος, με χαμηλό κόστος δανεισμού, με υλοποίηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με διόγκωση των επενδύσεων, με τόνωση της ρευστότητας και με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, θα ενισχύει διαρκώς την αξιοπιστία της χώρας.

Όλα αυτά θα συμβάλουν στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, οδηγώντας στη δυνατότητα μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσα στο 2020».

3. Στην αξιοποίηση των επιστροφών κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs): Σύμφωνα με πληροφορίες από ευρωπαϊκές πηγές, οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται από το κυβερνητικό στρατόπεδο, στο τραπέζι των συζητήσεων βρίσκεται επίσης μία πρόταση για έμμεση μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Η ιδέα είναι να συνυπολογιστούν στο πρωτογενές πλεόνασμα οι επιστροφές κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτουν η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Η χώρα μας, εφόσον είναι συνεπής στις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις της, λαμβάνει συνολικά 1,3 δισ. ευρώ ετησίως από τα εν λόγω κέρδη έως το 2022, τα οποία ωστόσο, με βάση τον ορισμό της μεταμνημονιακής εποπτείας, δεν προσμετρώνται στο πρωτογενές πλεόνασμα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα προέκυπτε μια έμμεση μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 0,7% του ΑΕΠ και θα διασφαλιζόταν δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα