Θα βρέξει λουκέτα…

«Κάθε ημέρα που περνά, τα πράγματα γίνονται χειρότερα και αποδυναμωνόμαστε μέσα στους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς που είναι ακόμη ρευστοί και αδιαμόρφωτοι. Η χώρα υποβαθμίζεται, η χώρα ηττάται». Αυτή η δήλωση του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου, δυστυχώς αποδεικνύεται και από τα στοιχεία που βλέπουν τις τελευταίες ημέρες το φως της δημοσιότητας.

Της Ευαγγελίας Τζαβάρα

Στοιχεία που δεν προέρχονται μόνο από ελληνικούς θεσμούς, αλλά και από την Ευρώπη, όπου δείχνουν το μέγεθος των προβλημάτων που πρέπει να ξεπεράσουν καθημερινά οι πολίτες.  Για παράδειγμα, οι Έλληνες έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ό,τι αφορά την κάλυψη των δαπανών στέγασής τους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα επικαιροποιημένα στοιχεία που παρουσίασε σε σχετική μελέτη ο ευρωπαϊκός φορέας FEANTSA, με βάση την επεξεργασία στοιχείων και δεικτών της Eurostat. Με βάση αυτά, στην Ελλάδα το 42,5% των νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη δαπανών που σχετίζονται με το ακίνητό τους. Όπως τονίζει η FEANTSA, η εικόνα είναι ακόμα πιο δραματική στα πλέον αδύναμα οικονομικά νοικοκυριά (κάτω από το 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος), όπου σε ποσοστό 95% καταβάλλουν πάνω από 40% των εισοδημάτων για το ακίνητό τους.

Οι δαπάνες αυτές αφορούν τον ετήσιο φόρο κατοχής (ΕΝΦΙΑ), το ενοίκιο (αν πρόκειται για ενοικιαστές), τη δόση του στεγαστικού δανείου (αν πρόκειται για ιδιοκτήτες με στεγαστικό δάνειο) και έξοδα που σχετίζονται με βασικές παροχές (ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση, νερό, τηλέφωνο). Αν ξεπερνούν το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος ενός νοικοκυριού κρίνονται υπερβολικές και θέτουν τους ενοίκους του ακινήτου σε οικονομικό κίνδυνο. Το 2009, τα νοικοκυριά που κρίνονταν υπερβολικά επιβαρυμένα οικονομικά σε σχέση με το κόστος κατοχής του ακινήτου τους δεν ξεπερνούσαν το 30,2%. Έκτοτε, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 14,7% για τα νοικοκυριά που παραμένουν πάνω από το όριο της φτώχειας και κατά 27,9% για τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το όριο αυτό.

Προβλέψεις καταστροφής…
Κι όλα αυτά έρχονται και δένουν με τις προβλέψεις της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), οι οποίες είναι καταστροφικές, καθώς κάνουν λόγο ότι μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου θα έχΕΙ μπει λουκέτο σε 18.700 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με συνέπεια να χαθούν περί τις 34.000 θέσεις εργασίας.

Η πρόβλεψη στηρίζεται αποκλειστικά στα αποτελέσματα της εξαμηνιαίας έρευνας της Συνομοσπονδίας, βάσει των οποίων επιβεβαιώνονται οι δυσμενείς συνθήκες για την επιχειρηματικότητα. Σύμφωνα με την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, για το επόμενο διάστημα 4 στις 10 επιχειρήσεις (ποσοστό 40,3%) θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό ότι θα κλείσει, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό για τους αυτοαπασχολούμενους (57,4%).

Τα επιμέρους στοιχεία αναδεικνύουν έναν ιδιόμορφο δυϊσμό ακόμα και στο εσωτερικό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, αύξηση στον κύκλο εργασιών παρουσίασε το 20,3% των νεότερων σε ηλικία επιχειρήσεων και το 30,6% των μεγαλύτερων ως προς τον ετήσιο κύκλο εργασιών (πάνω από 300.000 ευρώ) επιχειρήσεων. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι η τελευταία κατηγορία επιχειρήσεων αποτελεί μόλις το 12% περίπου του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Αντίθετα, για τις μισές περίπου επιχειρήσεις (49,1%) ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ.

Ο δείκτης ρευστότητας εξακολουθεί να διατηρείται σε εμφανώς χαμηλά επίπεδα αφού για 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,1%) η ρευστότητα μειώθηκε κατά το β΄ εξάμηνο του 2016. Το πρόβλημα της ρευστότητας γα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις γίνεται εμφανέστερο εφόσον ληφθεί υπόψη ότι μόνο το 30% από αυτές αντλεί τη ρευστότητά του μέσω τραπεζικού δανεισμού. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων που έχουν καθυστερημένες οφειλές συγκεντρώνεται σε εκείνες που έχουν χρέη προς τον ΟΑΕΕ και νυν ΕΦΚΑ (ποσοστό 26,7%). Μολονότι το ποσοστό αυτό εμφανίζεται μειωμένο σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2016 (28,3%), ο αριθμός των επιχειρήσεων με οφειλές και χρέη στο ασφαλιστικό ταμείο υπολογίζεται στις 300.000.

Εξίσου ανησυχητική είναι και η αύξηση των επιχειρήσεων που έχουν χρέη προς τους προμηθευτές τους, αφού από 19% τον Ιούλιο του 2016 αυξήθηκαν σε 21,7% (ρυθμός αύξησης πάνω από 10%). Οι στατιστικές προβολές του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι έχει παγιωθεί ένα περιβάλλον υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε οφειλές προς το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Πάνω από 3 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους για το 2017. Αξίζει να σημειωθεί ότι 9,3% των επιχειρήσεων έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα