Τα πρώτα στοιχεία για τον πληθωρισμό τροφίμων τους επόμενους μήνες

Η σταθεροποίηση γίνεται σε υψηλές τιμές, όμως επιτρέπει έστω μια κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία για παύση στα ανατιμητικά σοκ

Έχοντας στην “πλάτη” μια αύξηση 30% στο δείκτη διατροφής, από το 2021 ως σήμερα, προφανώς δεν μπορεί παρά να είναι κανείς εξαιρετικά φειδωλός στις εκτιμήσεις για τους επόμενους μήνες, ακόμα κι αν τα στοιχεία χαρακτηρίζονται ενθαρρυντικά.   

Οι τελευταίες μετρήσεις της Στατιστικής Αρχής άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση. Τον Ιούλιο του 2023 ο πληθωρισμός τροφίμων “έτρεχε” με 12,3% επιτείνοντας την αίσθηση ασφυξίας στα νοικοκυριά. Φέτος, ο δείκτης διατροφής “φρέναρε” σε ταχύτητες 2,4%, με μειώσεις τιμών σε επιμέρους κατηγορίες τροφίμων όπως τα φρούτα και τα γαλακτοκομικά.

Ωστόσο, οι επίμονες αυξήσεις σε άλλες κατηγορίες (ζαχαρώδη, λαχανικά) και ειδικά στο ελαιόλαδο, επιβεβαιώνουν ότι η “μάχη” θα συνεχιστεί. Η ανάλυση της κατάστασης γίνεται ακόμα πιο δύσκολη αν ανατρέξει κανείς στα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat, που αναδεικνύουν πολλές και διαφορετικές ταχύτητες στον πληθωρισμό τροφίμων από χώρα σε χώρα, δείγμα του ότι στρεβλώσεις και ειδικά χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας δείχνουν να έχουν, πλέον, μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τις τάσεις των διεθνών τιμών.

Οι εστίες ανατιμήσεων   

Τα στοιχεία από την αγορά, που φτάνουν στις αρμόδιες υπηρεσίες, δείχνουν μια σχετική σταθεροποίηση τιμών στα είδη διατροφής. Παρά το ότι αυτή η σταθεροποίηση γίνεται σε υψηλές τιμές, επιτρέπει κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι τα ανατιμητικά σοκ ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Υπάρχουν, ωστόσο, εστίες ανατιμήσεων, που δεν επιτρέπουν χαλάρωση.

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το κακάο και ακολούθως η σοκολάτα, βρίσκονται στην κορυφή της λίστας “υψηλού κινδύνου”, λόγω διεθνών τιμών και μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο τη βιομηχανία τροφίμων (μπισκότα, σοκολάτες, γκοφρέτες, παγωτά, ροφήματα) αλλά και τις υπηρεσίες (εστίαση), που ήδη καταγράφουν πληθωριστική επιτάχυνση.

Παρά το ότι η τιμή του κακάο κινείται πολύ χαμηλότερα από τα πρωτοφανή επίπεδα του περασμένου Απριλίου, παραμένει τριπλάσια σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα και 182% υψηλότερη από πέρσι. Το πρόβλημα είναι ότι οι ανησυχίες για τις καλλιέργειες της Αφρικής- αυτή είναι η βασική αιτία ανόδου- δεν αφορούν στη φετινή αλλά την επόμενη σεζόν κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι δεν διαφαίνεται στο ορίζοντα προοπτική υποχώρησης των διεθνών τιμών, άρα και των τιμών που φτάνουν στους καταναλωτές.

Οξύ παραμένει το πρόβλημα και με τους χυμούς και είναι ενδεικτικό ότι η διεθνής τιμή του χυμού πορτοκαλιού, που παραμένει κοντά στα επίπεδα- ρεκόρ του περασμένου Μαίου, έχει αυξηθεί 39,5% από την αρχή του χρόνου. Σημειωτέον ότι η κατηγορία των αναψυκτικών- χυμών φρούτων είχε μια από τις μεγαλύτερες αυξήσεις (8,6%) στις τελευταίες μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ.

Από την άλλη πλευρά, οι πολύ σημαντικές αυξήσεις των διεθνών τιμών του καφέ- και στις δύο ποικιλίες Robusta, Arabica- δεν φαίνεται να “περνάνε” επί του παρόντος στις τελικές τιμές. Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, φαίνεται πως έγινε ορθή διαχείριση των αποθεμάτων, με αποτέλεσμα να μην επιβεβαιώνονται ως τώρα οι προβλέψεις για ανατιμητικό μπαράζ στα ράφια αλλά και στην εστίαση.

Το μεγαλύτερο στοίχημα, για προφανείς λόγους, είναι η τιμή του ελαιολάδου, που κατέγραψε αύξηση 56,7% σε σχέση με τον περσινό Ιούλιο, αλλά πάνω απ’ όλα η τιμή του έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν αντέχουν πολλά νοικοκυριά. Οι βασικές αιτίες για το σοκ του ελαιολάδου σε όλες τις χώρες- παραγωγούς της Μεσογείου είναι γνωστές κι όπως όλοι λίγο ως πολύ συμφωνούν, οι τιμές των επόμενων μηνών θα κριθούν από τη συγκομιδή του καρπού που ξεκινά σύντομα.

Όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, τα πρώτα στοιχεία από την Ισπανία είναι σχετικά αισιόδοξα, καθώς αναμένεται αυξημένη παραγωγή, η οποία θα συμπιέσει τις τιμές όχι μόνο στην Ιβηρική αλλά και στις υπόλοιπες χώρες- παραγωγούς. Στα καθ’ ημάς, οι επιθυμητές βροχοπτώσεις θα κρίνουν αν “πιάσουμε” τους 200.000 τόνους ή αν θα κινηθούμε χαμηλότερα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, οι κλαδικοί φορείς “βλέπουν” τιμές παραγωγού γύρω στα 7 ευρώ, έναντι 9-9,5 ευρώ που είδαμε πέρσι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τις τελικές τιμές στα ράφια.

Γιώργος Παππούς – Economistas.gr

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα