Πανελλήνιες εξετάσεις: Μετεξεταστέα και φέτος η αριστεία

Σχεδόν το 60% των μαθητών έγραψε κάτω από τη βάση στην Ιστορία, στη Φυσική και στα Μαθηματικά, την ίδια ώρα που οι τρεις τάξεις του Λυκείου έχουν ουσιαστικά διακοσμητική λειτουργία

Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πίσω, τέτοιες ημέρες καλοκαιριού τα λυκειόπαιδα συνωστίζονταν στις σχολικές αυλές για να δουν τοιχοκολλημένους τους βαθμούς που πήραν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.

Λίγη σημασία έχει ότι πλέον και αυτή η «τελετουργία» διεξάγεται ως επι το πλείστον ηλεκτρονικά με την αποστολή ενός sms από το υπουργείο Παιδείας στο κινητό των μαθητών. Διότι η ουσία δεν αλλάζει. Κι αυτή είναι ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις δια μέσου των οποίων εξασφαλίζεται η είσοδος στα ανώτατα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει αναχθεί εδώ και δεκαετίες σε έναν αγώνα «ζωής και θανάτου» για μαθητές και οικογένειες, που δεν είναι δα και αμελητέα πληθυσμιακή ομάδα.

Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι για τις 68.851 διαθέσιμες θέσεις που αριθμεί η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση πάλεψαν πριν από λίγες εβδομάδες συνολικά 90.416 υποψήφιοι. Αν σε αυτούς προστεθούν και από δύο γονείς, τότε έχουμε αθροιστικά σχεδόν 300.000 ανθρώπους που έχουν πληρώσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε φροντιστήρια για να περάσουν τα παιδία τους σε μία σχολή και θα πληρώσουν άλλα τόσα τα επόμενα χρόνια για να φοιτήσουν τα ίδια παιδιά μακριά από την οικογενειακή στέγη.

Αξίζει άραγε τόσο κόπο, τόσο χρόνο και τόσο χρήμα αυτή η αγωνία; Και εν τέλει είναι σίγουροι γονείς και μαθητές ότι αυτές οι θυσίες τουλάχιστον θα «ανταμειφθούν» με την εξασφάλιση μίας καλής δουλείας, μιας καλύτερης ζωής;

Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη καθώς η καλύτερη ζωή δεν είναι πάντα απόρροια των καλών σπουδών, ούτε είναι γραμμένο στις πέτρινες πλάκες του Μωυσή ότι η είσοδος στο Πολυτεχνείο, την Ιατρική ή τη Νομική θα κάνει πλούσιο τον μελλοντικό πτυχιούχο των συγκεκριμένων σχολών.

Οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και η ζήτηση δεξιοτήτων έχουν αλλάξει, η ζωή και οι απαιτήσεις της έχουν αλλάξει, επομένως είναι τουλάχιστον ουτοπικό να εναποθέτει ολόκληρη η κοινωνία τις ελπίδες της για το αύριο σε τέσσερις τρίωρες εξεταστικές δοκιμασίες των μαθητών, όταν μάλιστα οι τελευταίοι δεν σκίζουν και με τις επιδόσεις τους. Απόδειξη; Σύμφωνα με την ανάλυση των βαθμολογιών που πήραν οι υποψήφιοι των φετινών Πανελλαδικών, σχεδόν το 60% των μαθητών έγραψε κάτω από τη βάση στην Ιστορία, στη Φυσική και στα Μαθηματικά, ενώ αποκαρδιωτικοί είναι οι μέσοι όροι των επιδόσεων ανά επιστημονικό πεδίο.

Συγκεκριμένα, στο 1ο επιστημονικό πεδίο (Ανθρωπιστικές Σπουδές) ο μέσος βαθμός των υποψηφίων ήταν 11,35 (πέρσι ήταν 11,73), στο 2ο πεδίο (Θετικές Σπουδές) η μέση επίδοση μόλις ξεπέρασε το 12 (12,10 φέτος έναντι 12,30 πέρσι), στο 3ο πεδίο (Σπουδές Υγείας) 11,95 φέτος από 11,65 πέρυσι και στο 4ο επιστημονικό πεδίο (Σπουδές Οικονομίας και Πληροφορικής) οι υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν κατά μέσο όρο με 10,42 έναντι 10,45 πέρυσι.

Και μόνο αυτά αποτελούν επαρκές τεκμήριο ότι για άλλη μία χρονιά η αριστεία μένει ουσιαστικά μετεξεταστέα επειδή το εκπαιδευτικό μας σύστημα κάπου χωλαίνει και χωλαίνει σοβαρά. Λιγότερο προφανώς στο αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που όμως αξιολογεί έναν μαθητή στα… πέναλτι των Πανελλαδικών κι όχι σε όλο τον μαθησιακό «αγώνα» του, πολύ περισσότερο στη δουλειά που (ΔΕΝ;) γίνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι πανθομολογούμενο ότι το Λύκειο, ειδικά στις δύο τελευταίες τάξεις του αποτελεί ένα είδους πάρεργου για τους μαθητές (και τους καθηγητές) που περιμένουν να τα μάθουν όλα και να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις από τα φροντιστήρια. Και από ένα σχολείο που δεν αριστεύει στις βασικές του υποχρεώσεις, δεν μπορεί κάποιος να περιμένει ευημερία κοινωνική και οικονομική.

Όσο γρηγορότερα το καταλάβουν αυτό στο υπουργείο Παιδείας, τόσο το καλύτερα θα είναι.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα