ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Μάνος Αντωνιάδης – Δημήτρης Καρατζιάς

Αντισυμβατικοί και ονειροπόλοι, με αφορμή τα 6 χρόνια λειτουργίας του Πολυχώρου Vault

Στον Βοτανικό, και συγκεκριμένα στο Γκάζι (Μελενίκου 26, τηλ.  2130356472), έχει την έδρα του ο Πολυχώρος Vault, που ιδρύθηκε πριν από έξι χρόνια από τον μουσικό Μάνο Αντωνιάδη και τον σκηνοθέτη-ηθοποιό Δημήτρη Καρατζιά, και έκτοτε καταλαμβάνει μια σημαντική και πρωτοποριακή θέση στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας. Εμείς δεν μπορούσαμε να παραβλέψουμε το σπουδαίο και πολυποίκιλο καλλιτεχνικό έργο που επιτελείται στο Vault και ζητήσαμε από τους προαναφερόμενους ιδιοκτήτες-καλλιτέχνες να μας μιλήσουν για την εξάχρονη διαδρομή τους και μάλιστα εν μέσω κρίσης, αλλά με πολλές επιτυχίες, δικαιώνοντας έτσι τον Οδυσσέα Ελύτη όταν αναφερόταν στα «τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη». Από την πλευρά μου θέλω να τους ευχαριστήσω για τον χρόνο που μου αφιέρωσαν και να τους ευχηθώ το τριπλό αυτό «Τ» να τους συνοδεύει για πάντα…

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου 

⇒ ΕΡ.: Πώς ξεκίνησε αυτό το μεθυστικό ταξίδι, και μάλιστα εν μέσω κρίσης;

Μάνος:
 «Ίσως η περίοδος εκείνη, στα πρώτα χρόνια της κρίσης, να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση αυτής της σκέψης. Ξαφνικά έγινε πολύ δύσκολο το να δημιουργήσεις, να συνεργαστείς, να ανεβάσεις μια παράσταση. Και η κατάσταση χειροτέρευε όσο ο φόβος για την επερχόμενη, ακόμη μεγαλύτερη πτώση της οικονομίας της χώρας, μεγάλωνε. Ο κόσμος έγινε δύσπιστος, οι συνεργασίες δύσκαμπτες και οι οικονομικές συμφωνίες σχεδόν απαγορευτικές για εμάς, που κάναμε τα πρώτα μας βήματα στην παραγωγή των δικών μας θεατρικών παραστάσεων. Έπρεπε να βρούμε μια λύση και να δράσουμε άμεσα για να μην αφήσουμε αυτή την κατάρρευση να μας πνίξει. Η ιδέα για έναν δικό μας χώρο συζητιόταν βέβαια με κάποια ελαφρότητα, μέχρι τη στιγμή που αρχίσαμε να ψάχνουμε τη διαδικασία για την υλοποίησή της. Μας πήρε σχεδόν ένα χρόνο η έρευνα γύρω από το νομικό κομμάτι μιας τέτοιου είδους επιχείρησης και η ανεύρεση χώρου που έμελλε να διαμορφωθεί για να στεγάσει αυτό το project».

Δημήτρης: «Βέβαια, δεν γνωρίζαμε τότε ούτε το μεγάλο οικονομικό ρίσκο που έπρεπε να πάρουμε, ούτε το πόσο πολύ έπρεπε να δουλέψουμε τα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας αυτόν τον χώρο. Αν, όμως, δεν υπήρχε η άγνοια του κινδύνου, πιθανότατα το VAULT να μην είχε δημιουργηθεί ποτέ. Έχουν περάσει έξι χρόνια, και αυτός ο μικρός Πολυχώρος είχε μια τόσο πετυχημένη καλλιτεχνική πορεία, που την ευχόμασταν μεν, αλλά ούτε να τη φανταστούμε δεν μπορούσαμε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα».

ΕΡ.: Πριν από αυτό, πού είχατε δραστηριοποιηθεί;

Δημήτρης: «Από το 2000 εργαζόμουν ως ηθοποιός, σε παραστάσεις σε θέατρα μεγάλα και μικρότερα (από την Επίδαυρο και το Παλλάς μέχρι το Τρένο στο Ρουφ) και σε σειρές στην τηλεόραση (“Παιδιά της Νιόβης”, “Ματωμένα Χώματα”, “Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο”, “Singles”, “Εθνική Ελλάδος” κ.λπ.)».

Μάνος: «Ως μουσικός δούλευα κυρίως σε ταινίες μικρού μήκους, διαφημιστικά σποτ, ηχογραφήσεις, παρέδιδα μαθήματα μουσικής, έχω γράψει μουσική για επιδείξεις μόδας και φυσικά για θεατρικές παραστάσεις. Παράλληλα δούλευα πάντα και τα δικά μου μουσικά projects». 

«Bent» (Δημήτρης Καρατζιάς και Στέφανος Kακαβούλης με τον συγγραφέα Martin Sherman)

ΕΡ.: Η απαρχή της ιδέας σε ποιον από τους δυο σας ανήκει;

Μάνος: «Το VAULT είναι ζύμωση πολλών ιδεών! Οραματιστήκαμε διάφορα πράγματα, κάποιες φορές ετερόκλιτα μεταξύ τους. Αφού βρέθηκε το κτίριο που θα γινόταν η στέγη μας, άρχισαν να ξεκαθαρίζουν οι εικόνες που είχε ο καθένας μας στο μυαλό του. Η τελική μορφή δόθηκε λίγο πριν ξεκινήσουμε τη διαμόρφωση του χώρου». 

Δημήτρης: «Ξεκινώντας να δουλεύεις σαν νέος ηθοποιός, βρίσκεσαι σε θέατρα, παραστάσεις και σειρές που σίγουρα αν είχες την επιλογή ή την εμπειρία ή την οικονομική δυνατότητα θα είχες αποφύγει. Όταν ξεκινούσαμε το Vault, το μόνο σίγουρο ήταν ότι οι παραστάσεις που θα δημιουργούσαμε ή θα στεγάζονταν εκεί μέσα, θα ήταν αυτές που και εμείς οι ίδιοι θα θέλαμε να παρακολουθήσουμε σαν θεατές. Θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν εναλλακτικό μικρό Πολυχώρο, ένα σημείο έκφρασης, δημιουργίας και συνάντησης κάποιων καλλιτεχνών της πόλης, με κοινό όραμα και κοινή φιλοσοφία». 

⇒ ΕΡ.: Με ποια κριτήρια έγινε το στήσιμο και η πραγμάτωση αυτού του ονείρου;

Μάνος: «Όταν φαντάζεσαι ή ονειρεύεσαι κάτι, σίγουρα το μεγεθύνεις υπερβολικά και σκέφτεσαι πολύ λιγότερο τις λεπτομέρειες. Όταν όμως μπεις στις πράξεις είναι σημαντικό να δώσεις μεγάλη βάση στη λεπτομέρεια για να αποδώσεις σε μικρότερη κλίμακα την πραγματική ουσία αυτού που οραματίστηκες. Αυτό θεωρώ πρέπει να γίνεται σε κάθε υλοποίηση μιας ιδέας. Το μέγεθος ας είναι το αποτέλεσμα και όχι ο σκοπός. Το σημαντικότερο για εμάς ήταν να έχουμε ένα καλαίσθητο, σύμφωνα με τα δικά μας γούστα, χώρο, φιλικό ως προς όλους όσοι θα εργάζονταν μέσα, αλλά και ως προς τους επισκέπτες των καλλιτεχνικών μας δρώμενων. Βέβαια, όλα αυτά είναι μόνο το κέλυφος που περιβάλλει την τέχνη μας, η οποία ήταν πάντα το κύριο μέλημα μας».

Δημήτρης: «Και μετά βέβαια ήταν το καλλιτεχνικό κομμάτι. Έπρεπε να δείξουμε το στίγμα μας, τη δουλειά μας και να βρεθεί το κοινό, ο αποδέκτης όλου αυτού του εγχειρήματος, που ευτυχώς δεν άργησε να μας ανακαλύψει. Κι εκείνο βέβαια ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο, γιατί υπήρχε και η περίπτωση, η δική μας καλλιτεχνική ματιά στο θέατρο να μην ενδιαφέρει κανέναν απολύτως ή ελάχιστους». 
ΕΡ.: Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τόσο στην αρχή όσο και στη συνέχεια του εγχειρήματός σας;

Δημήτρης: «Κάθε αρχή και δύσκολη! Άλλος ένας θεατρικός χώρος. Από δύο νέους ανθρώπους. Έπρεπε να μας μάθουν, να μας εμπιστευτούν. Και οι ηθοποιοί-συντελεστές που θα ερχόντουσαν στις παραστάσεις μας, και οι σκηνοθέτες που θα έφερναν τις δικές τους δουλειές στον χώρο μας, και οι δημοσιογράφοι που θα ασχολιόντουσαν μαζί μας και, τέλος, φυσικά ο κόσμος, το κοινό, που έπρεπε να έρθει να δει τις παραστάσεις μας. Ευτυχώς μια σειρά από πετυχημένες παραστάσεις (“Bent”, “Η Μαμά μου Ποτέ δεν πεθαίνει”, “Elizadeth”, “Πνιγμονή”, “Μικρές Ιστορίες Φόνων”, “Marvin’s Room”, “The Curing Room”, “Φυλακισμένες”, “Αρκετά πια με την Αντέλα”, “Γέρμα”, “Πού είναι η μάνα σου, μωρή”, “Μάρτυς μου ο Θεός”, κ.λπ.) άνοιξαν τον δρόμο για μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης κι αποδοχής από τον καλλιτεχνικό κόσμο, τους δημοσιογράφους και τελικά από το κοινό. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι οι δυσκολίες έχουν σταματήσει και ότι ο δρόμος έχει στρωθεί με ροδοπέταλα. Απλά είναι κάπως ευκολότερα τα πράγματα. Κάθε σεζόν πάντως αντιμετωπίζεται σαν πρόκληση και είναι σαν να ξεκινάς πάλι από την αρχή! Με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγωνία».

Μάνος: «Οι δυσκολίες ήταν και παραμένουν πάρα πολλές! Πέρα από το οικονομικό ρίσκο που επιφυλάσσει μια τέτοια κίνηση, το μεγαλύτερο πρόβλημα σ’ το δημιουργούν οι κρατικοί φορείς που όχι μόνο δεν προσπαθούν να στηρίξουν αλλά αντιμετωπίζουν τους νέους και μικρούς επιχειρηματίες, ειδικά στον χώρο της τέχνης, σχεδόν σαν εγκληματίες! Ευτυχώς, μας στήριξε πάρα πολύ ο κόσμος του θεάτρου, συνάδελφοι και θεατές όπως επίσης φίλοι και καλλιτέχνες που πίστεψαν σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε».

ΕΡ.: Ο Πολυχώρος Vault ποιες μορφές τέχνης αγκαλιάζει;

Δημήτρης: «Ο πυρήνας μας ήταν και είναι φυσικά το θέατρο. Έργα σύγχρονων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με έντονο κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Έργα δυνατά, πρωτότυπα, σκληρά, τρυφερά, συγκινητικά, ανθρώπινα». 

Μάνος: «Πέρα από τις θεατρικές παραστάσεις που αποτελούν τον πυρήνα του VAULT, παρουσιάζονται χορευτικές και μουσικές παραστάσεις, φιλοξενούνται εικαστικές εκθέσεις, σεμινάρια τραγουδιού, φωτογραφίας και άλλων μορφών τέχνης και έκφρασης, ενώ παράλληλα διεξάγονται τα εργαστήρια υποκριτικής του Δημήτρη. Ένα πολύ ωραίο πάντρεμα, όλων των δράσεων του πολυχώρου, γίνεται στο φεστιβάλ “Open September” όπου για 10 μέρες κάθε Σεπτέμβρη φιλοξενούνται πάνω από 200 καλλιτέχνες, οι οποίοι παρουσιάζουν ταυτόχρονα εκθέσεις, βιβλία, σεμινάρια, παραστάσεις και δράσεις από όλες τις μορφές τέχνης».

ΕΡ.: Πόσες θεατρικές σκηνές έχει σήμερα το Vault;

Δημήτρης: «Έχουμε δύο πλήρως εξοπλισμένες θεατρικές σκηνές χωρητικότητας 50- 60 περίπου θεατών η κάθε μια, που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη διαρρύθμιση και το ύφος του χώρου».

Μάνος: «Επίσης υπάρχει το μπαρ του χώρου όπου κατά καιρούς φιλοξενεί μουσικά δρώμενα, stand up και μικρές διαδραστικές παραστάσεις, ενώ στους εκθεσιακούς χώρους παρουσιάζονται περιστασιακά εικαστικές performances και πειραματικά projects».

 ΕΡ.: Στο διάστημα των έξι αυτών δημιουργικών χρόνων, «παίξατε» και με άλλα project, που δεν αφορούσαν καθαρά το θέατρο. Μιλήστε μας γι’ αυτά…

Μάνος: «Η μεγαλύτερη εικαστική κυρίως δράση γίνεται στα πλαίσια του “Open September”. Τον περασμένο Σεπτέμβριο συμμετείχαν περισσότεροι από 250 καλλιτέχνες, οι οποίοι πέρα από θεατρικές παρουσίασαν χορευτικές και μουσικές παραστάσεις, performances, installations, εκθέσεις ζωγραφικής με ποικίλες μεθόδους, graffiti, illustration, κολάζ, εκθέσεις φωτογραφίας, κατασκευών, γλυπτικής, παρουσιάσεις βιβλίων, ποιητικών συλλογών, προβολές ταινιών μικρού ή μεγάλου μήκους και video art, διεξήχθηκαν εργαστήρια, έγιναν διαλέξεις και συζητήσεις κ.λπ. 
»Τα τελευταία δύο χρόνια επίσης “τρέξαμε” και δύο πολύμηνα φωτογραφικά projects. Ένα με θέμα τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, πέρυσι, με τίτλο “Seven” και φέτος το “Feelings” που αφορά τα 8 βασικά συναισθήματα (ο κύκλος των συναισθημάτων). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις συμμετείχαν πάνω από 30 φωτογράφοι οι οποίοι καλούνταν κάθε μήνα να παρουσιάσουν φωτογραφίες που να αφορούν ένα διαφορετικό αμάρτημα, στο πρώτο, ή συναίσθημα, στο δεύτερο, ενώ μια κριτική επιτροπή επιλέγει κάθε μήνα τις καλύτερες φωτογραφίες που στο τέλος εκδίδονται σε φωτογραφικό άλμπουμ.
»Πέρα από αυτά, κάθε χρόνο πριν και μετά τη θεατρική σεζόν, ο χώρος φιλοξενεί ποικίλες δράσεις είτε καλλιτεχνικές είτε φιλανθρωπικές και φιλοζωικές».

Δημήτρης: Και φέτος για πρώτη φορά ξεκινήσαμε και το θεατρικό project “Ο γιος μου…”, που είχε απρόσμενη επιτυχία. Πέντε σκηνοθέτες (Ρεμούνδος, Παπαναστασόπουλος, Μοσχολιδάκης, Πολυχρονοπούλου, Μάινας) παρουσίασαν 5 παραστάσεις, στηριγμένες πάνω σε πέντε βιογραφίες. Πέντε γυναίκες ηθοποιοί (Σπηλιώτη, Γκαβάκου, Κατσιπάνου, Αποστόλου, Σπερελάκη), 5 μάνες, που μιλάνε για τα παιδιά τους (Μάντζαρος, Συγγρός, Σολωμός, Μακρυγιάννης, Μέγας Αλέξανδρος), που εμείς γνωρίσαμε ως άντρες σπουδαίους και διακεκριμένους, που έλαμψαν με την προσωπικότητα, το έργο, την ευφυΐα, το ταλέντο, την τέχνη ή την επιστήμη τους. Πέντε σημαντικοί άντρες του παρελθόντος που η ζωή και το έργο τους παραμένει ακόμα πηγή έμπνευσης για τους σύγχρονους, μέσα από μια γυναικεία ματιά».

ΕΡ.: Έχετε διαχωρίσει τους τομείς ευθύνης σας, ή είστε μαζί και οι δύο σε όλα;

Μάνος: «Εκ των πραγμάτων ο καθένας μας έχει αναλάβει ένα διαφορετικό κομμάτι χωρίς να σημαίνει ότι δεν βοηθάει πάντα ο ένας τον άλλο όπου χρειάζεται. Ο Δημήτρης έχει υπ’ ευθύνη του το πρόγραμμα των παραστάσεων και την επικοινωνία του χώρου ενώ εγώ έχω αναλάβει τη λειτουργία του χώρου και τα εικαστικά ή μουσικά δρώμενα». 

Δημήτρης: «Για να μπορέσει να λειτουργήσει ομαλά αυτός ο χώρος, έπρεπε ο καθένας μας από την πρώτη κιόλας μέρα να αναλάβει κάποια πράγματα, και ουσιαστικά να ειδικευτεί σε αυτά. Και μόνο ο προγραμματισμός του VAULT προϋποθέτει μια σειρά από δεκάδες συναντήσεις και ατελείωτες συζητήσεις. Και η επικοινωνία των παραστάσεων το ίδιο. Στην Αθήνα των 2.000 παραστάσεων, είναι πολύ εύκολο να χαθεί μια παράσταση αν δεν επικοινωνηθεί σωστά. Για να έρθει ο κόσμος να σε δει, πρέπει πρώτα να ξέρει ότι υπάρχεις».

ΕΡ.: Είστε ανοιχτοί σε προτάσεις νέων καλλιτεχνών για συνεργασία. Με ποια κριτήρια όμως;

Μάνος: «Πάντα είμαστε ανοιχτοί σε αυτό και χαιρόμαστε να συνεργαζόμαστε με νέους καλλιτέχνες που είναι δημιουργικοί και δραστήριοι. Το σημαντικότερο είναι να υπάρχει αλληλοεκτίμηση, ως προς τη δουλειά αλλά και ως προς το πρόσωπο ο ένας του άλλου, και να ταιριάζουν η αισθητική και οι στόχοι μας».

Δημήτρης: «Φυσικά και είμαστε. Αν κάποιος (νέος ή μη) μας προτείνει μια ευφάνταστη, πρωτότυπη ιδέα, ένα ωραίο έργο, που δεν έχει χιλιοανέβει, και που ταιριάζει σε ένα βαθμό με αυτά που κάνουμε στο Vault, θα είμαστε δίπλα του και θα τον στηρίξουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Αυτό που μας ενδιαφέρει πάντα είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας παράστασης!» 

ΕΡ.: Θεωρείτε ότι σας ταιριάζει η ρήση του Γάλλου νομπελίστα συγγραφέα, Αντρέ Ζιστ, «Ο άνθρωπος δεν θ’ ανακαλύψει νέους ωκεανούς, αν δεν έχει το θάρρος να απομακρυνθεί από την ακτή»;

Μάνος: «Σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ευτυχώς εκεί που λείπει το θάρρος έρχεται η ανάγκη ή η περιέργεια. Μην υποτιμούμε κι αυτό το περίεργο θηρίο που ζει μέσα στον άνθρωπο και όταν μένεις σε αδράνεια ξυπνάει και αρχίζει να σε τρώει!»

Δημήτρης:
 «Εντελώς! Μεγάλο κακό η ασφάλεια και η σιγουριά. Σε βαλτώνουν! Δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης, ιδιαίτερα στις μέρες μας, να παραμένει ήσυχος με όλα όσα γίνονται στον κόσμο, στη χώρα του, δεν γίνεται! Πρέπει διαρκώς να ψάχνεται, να αναζητά, να μελετά, να βλέπει, να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Εκεί βρίσκεται η πηγή της τέχνης του». 

ΕΡ.: Η αλήθεια είναι ότι τολμήσατε αντισυμβατικούς καλλιτεχνικούς δρόμους. Είναι περιστασιακό αυτό ή στάση ζωής;

Μάνος: «Θα έλεγα πως είναι μάλλον ανάγκη. Στην περίπτωση του VAULT έπρεπε να “εφεύρουμε” τρόπους για να μπορέσουμε να το υλοποιήσουμε, μέχρι που αιτηθήκαμε και ένα καινούργιο νομικό πλαίσιο που να μπορεί να καλύψει τόσο μικρούς θεατρικούς χώρους, αφού μέχρι πρόσφατα θεατρική σκηνή θεωρείτο από το κράτος μόνο χώρος σε χωρητικότητα και διαμόρφωση αντίστοιχος με τα πολύ μεγάλα θέατρα. Ως προς το καλλιτεχνικό κομμάτι, θεωρώ πως αν θέλεις να εξελίσσεσαι πρέπει να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα ή άλλους τρόπους προσέγγισης και απόδοσής τους. Ξεκινάς με μια ιδέα και αφήνεις να σε οδηγήσει ίσως και σε δρόμους που δεν έχεις σκεφτεί από πριν. Μετά αρχίζει το φιλτράρισμα. Ίσως αυτό να είναι αντισυμβατικό και μάλλον ναι, είναι τρόπος ζωής».

Δημήτρης: «Τρόπος ζωής, φιλοσοφία, ανάγκη, αλήθεια, ή απλά ο τρόπος που βλέπουμε εμείς την τέχνη μας. Τώρα, αν θεωρείται αντισυμβατική, ακόμη καλύτερα!»

ΕΡ.: Θα μου αναφέρετε μια παράσταση του Vault, που σας συγκίνησε πέρα από τα αναμενόμενα;

Μάνος: «Για εμένα δεν υπάρχει κάτι αναμενόμενο. Συνήθως είμαι επιφυλακτικός ως προς τα συγκινητικά έργα, ενώ προσπαθώ πάντα να παρακολουθώ με αθωότητα χωρίς να περιμένω κάτι συγκεκριμένο. Ακόμα και στις παραστάσεις που έχω γράψει μουσική μ’ αρέσει να αποστασιοποιούμαι για να παρακολουθήσω “από έξω” το αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως ειδικά φέτος συγκινήθηκα αρκετές φορές από παραστάσεις μας και ένιωσα περήφανος για το υλικό που είχαμε και έχουμε αυτή τη χρονιά. Φυσικά, δεν μπορώ να ξεχάσω το πόσο έντονα συναισθήματα μου προσέφεραν έργα όπως το “Η Μαμά Μου Ποτέ Δεν Πεθαίνει”, το “Bent”, η “Γέρμα”, η “Πνιγμονή”, οι “Μικρές Ιστορίες Φόνων”, το “Επάγγελμα Πόρνη”, “Μάρτυς μου ο Θεός”, “Αρκετά Πια Με Την Αντέλα”, “Ερωμένες Στον Καμβά”, “Πού Είναι Η Μάνα Σου, Μωρή”, “Marvin’s Room” και άλλες, ή το αστείρευτο γέλιο που είχε το “ElizaDeth”, το πανέξυπνο “Σκάσε ή η Χαμένη Παντόφλα Του Μανώλη Καρέλη” και το “Γιοσίρου Γιαμαγκούσι”,  το ευρηματικό “Jack n’ Jill” και το “Ποιος Ανακάλυψε Την Αμερική”, κι άλλες τόσες παραστάσεις που έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου για τις πολύ έντονες εμπειρίες που μου έδωσαν». 

Δημήτρης: «“Γέρμα”, “Μάρτυς μου ο Θεός”, “Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η Διάφανη”, “Πού είναι η μάνα σου, μωρή”, “Μάρτυρας”, και πολλές άλλες, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους».

ΕΡ.: Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίδρασης του κοινού στη διάρκεια της εξάχρονης πορείας σας που σας συγκλόνισε;

Μάνος: «Δεν θα μιλήσω για τις λιποθυμίες εν μέσω παραστάσεων του “The curing Room”, το οποίο για μένα ήταν αρκετά σοκαριστικό. Αυτό που πραγματικά θέλω να θυμάμαι είναι όταν κάποιες φορές έρχονται θεατές, συγκινημένοι να μας συγχαρούν για τη δουλειά μας και για αυτό που δημιουργήσαμε με το VAULT».

Δημήτρης: «Μια νεαρή ανύπαντρη κοπέλα, φίλη μας, είχε μείνει έγκυος και ήρθε για καφέ στο Vault, να μας δει και να μας πει ότι θα έκανε έκτρωση στο τέλος της εβδομάδας. Εκείνο το βράδυ έπαιζε η “Γέρμα”. Τη στείλαμε, σχεδόν με το ζόρι να τη δει. Εκείνη η παράσταση ήταν η αιτία που κράτησε το παιδί. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση δύναμη μπορεί να έχει το θέατρο. Πόσο μια παράσταση μπορεί να σου αλλάξει ολόκληρη τη ζωή!»

ΕΡ.: Ένα μεγάλο όνειρό σας, άπιαστο ακόμη, που θέλετε να ενσαρκωθεί στον δικό σας μαγευτικό πολυχώρο Vault; 

Μάνος: «Εγώ προσωπικά ονειρεύομαι μια μουσικοθεατρική παραγωγή, σχεδόν σαν μιούζικαλ αλλά και με στοιχεία όπερας. Βέβαια είναι αρκετά δύσκολο, ειδικά για έναν τόσο μικρό χώρο».

Δημήτρης: «Μια μαγική παράσταση. Μια πραγματικά μαγική παράσταση! Από αυτές που σαν θεατής δεν θα ξεχάσεις ποτέ όσο ζεις!»

Τhe Curing Room/ 36α Κορφιάτικα Βραβεία

Βραβείο Καλύτερου Ψυχολογικού θεατρικού θρίλερ στην παράσταση "The Curing Room / Vault" από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης στα 36α Κορφιάτικα Βραβεία

Gepostet von VAULT Theatre Plus / Πολυχώρος VAULT am Dienstag, 31. Oktober 2017

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα