Ψυχρός πόλεμος με θερμά επεισόδια

Κολλημένη με την πλάτη στον τοίχο είναι η κυβέρνηση εν όψει των κρίσιμων επόμενων ημερών. Τα νταηλίκια των προηγούμενων εβδομάδων αποδείχθηκε με κατηγορηματικό τρόπο πως δεν περνούν στους δανειστές. Αποτέλεσμα, το Μέγαρο Μαξίμου αναζητά τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να περάσουν ακόμα πιο αναίμακτα τα σκληρά μέτρα, ορισμένα εκ των οποίων αγγίζουν ακόμα και το μείζον ζήτημα της εθνικής μας κυριαρχίας.

 

Ρεπορτάζ: Θεοδόσης Παπανδρέου

 

Σε ναυάγιο οδηγήθηκε η τακτική του κυβερνητικού επιτελείου να επιτίθεται κατά πάντων. Το τελευταίο παράδειγμα με το πολυνομοσχέδιο, που κάποιοι ονομάτισαν (ψευδώς) «παράλληλο πρόγραμμα», ήταν το τελευταίο επεισόδιο σε ένα σίριαλ που πλέον κρατά αρκετούς μήνες.

Και μπορεί από το Μέγαρο Μαξίμου να επιχειρούν να ρίξουν το βάρος της ευθύνης για την απόσυρσή του στην αντιπολίτευση, γνωρίζουν όμως πως η εξέλιξη αυτή ήταν μονόδρομος. Αιτία το γεγονός πως το πρόγραμμα δεν είχε κοστολογηθεί, οπότε οι δανειστές δεν θα δέχονταν ποτέ κάτι που θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν σε τι βαθμό. Μάλιστα, οι αρμόδιοι υπουργοί είχαν ενημερωθεί αρκετά νωρίς για τα όσα θα ακολουθούσαν, με πρώτο τον Γιώργο Χουλιαράκη.

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών έλαβε μήνυμα πως το EuroWorkingGroup είχε υιοθετήσει αρνητική στάση, η οποία έθετε σε ρίσκο την έγκριση της δόσης τού 1 δισ. ευρώ. Με τη σειρά του προειδοποίησε τον αρμόδιο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, ο οποίος σε σύσκεψη με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο αποφάσισαν την απόσυρση του προγράμματος προκειμένου να επανακατατεθεί κοστολογημένο τον Ιανουάριο. Στη συνέχεια, όμως, οι επικοινωνιακοί εγκέφαλοι του Μεγάρου Μαξίμου επέλεξαν να προχωρήσουν σε ανακοίνωση, η οποία επιχειρούσε να βαφτίσει το κρέας – ψάρι, κατηγορώντας την αντιπολίτευση για αναλγησία.

Ακόμα και σήμερα, μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα, στελέχη της κυβέρνησης επιμένουν στο ίδιο μοτίβο σε μια προσπάθεια να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Χρήσου Μαντά, ο οποίος μάλιστα το πάει και ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας πως στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής δεν είχαν φανεί ιδιαίτερες αντιρρήσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Υποστηρίζει επιπλέον πως δεν ήταν απαραίτητη η έκθεση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής στην παρούσα μορφή του Ν/Σ. «Την πρώτη μέρα της συζήτησης η αντιπολίτευση προβάλλοντας, με έναν απολύτως προκλητικό τρόπο, διάφορα θέματα του Κανονισμού της Βουλής και ζητήματα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αποχώρησε», δήλωσε σε συνέντευξή του, πετώντας κατηγορώντας μάλιστα τα κόμματα της αντιπολίτευσης πως δεν θέλουν τα μέτρα που θα απαλύνουν τις δυσκολίες των μη εχόντων.

Αν και το πρόγραμμα, όπως σημειώνεται παραπάνω, δεν έχει επίσημα κοστολογηθεί, ο κ. Μαντάς προφανώς κατά το πρότυπο του αλήστου μνήμης προγράμματος Θεσσαλονίκης έκανε ο ίδιος τους υπολογισμούς και απεφάνθη πως το κόστος είναι μόλις 100 εκατ. ευρώ.

Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι το κόστος του πολυνομοσχεδίου αυτού, αλλά η απόφαση των δανειστών να κάνουν ξεκάθαρο με κάθε τρόπο πως δεν θα ανεχθούν άλλα νταηλίκια από την ελληνική πλευρά, όχι τουλάχιστον μέχρι να δρομολογηθούν όλα όσα προβλέπονται στο τρίτο μνημόνιο που έχει συμφωνηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, εντάσσεται εξαρχής και η τακτική των υποδόσεων: όσο η Ελλάδα δεν υλοποιεί αποφάσεις, οι δανειστές θα κλείνουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης έως ότου πάρουν αυτό που ζητούν.

 

Σχέσεις μίσους

«Δεν είναι ότι οι δανειστές θέλουν μια άλλη κυβέρνηση. Άλλωστε γνωρίζουν πως το πολιτικό σύστημα της χώρας σήμερα έχει καταρρεύσει και πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να σηκώσει βάρος. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να ξεφύγει από την εσωστρέφειά της, το ΠΑΣΟΚ ακόμα μαζεύει τα κομμάτια του, απόρροια του βάρους που σήκωσε όλα τα προηγούμενα χρόνια, και η άλλοτε ελπίδα τους, το Ποτάμι, δεν κατάφερε να πείσει κανέναν για τις δυνατότητές του», εξηγεί στην «Α» γνωστός πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος.

Προσθέτει δε πως «δεν θέλουν μεν να τους ρίξουν, δεν θέλουν δε και να τους χαϊδέψουν. Θα τους υποχρεώσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να φτάσουν μέχρι τέλους ή τουλάχιστον μέχρι το πολιτικό σύστημα να ανασυγκροτηθεί. Οπότε και στην κυβέρνηση θα πρέπει να καταλάβουν πως, αν θέλουν να φέρουν το όποιο παράλληλο πρόγραμμα, θα πρέπει πρώτα να τελειώσουν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις όπως αυτές διατυπώνονται στο μνημόνιο που πρόσφατα ψηφίστηκε. Μετά θα μπορούν να κινηθούν λίγο πιο ελεύθερα. Το μετά όμως θα έρθει σε δύο περίπου χρόνια».

Ο λόγος του συνομιλητή μας επιβεβαιώθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το προσφυγικό, που ολοκληρώθηκε χθες. Εκεί που ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε το «παρών» με μόνη ελπίδα να περάσει ανώδυνα την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Στην επίσημη δήλωσή του υποστήριξε πως «ήταν ένα διήμερο με θετικές αποφάσεις για τις θέσεις της χώρας μας». Αυτό για να παραδεχθεί πως «η Ελλάδα, μέσα σε ένα δύσκολο πεδίο και σε αρνητικούς, θα έλεγα, ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, καταφέρνει, αξιοποιεί ευκαιρίες, και πετυχαίνει να υπερασπίζεται τόσο το δίκιο της όσο, όμως, και ευρύτερες πανανθρώπινες αξίες, όπως αυτή της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας, της κοινωνικής συνοχής». Εκείνο που ο πρωθυπουργός δεν είπε, είναι πως στη σύνοδο του έγινε σαφές πως κουμάντο στα ελληνικά σύνορα θα κάνει η Frontex. Και πως σε αυτό αριστερές πολιτικές δεν χωρούν παρά μόνο αποτελέσματα.

Άλλωστε, η γερμανική κυβέρνηση, το μεγάλο αφεντικό δηλαδή, έσπευσε να καλωσορίσει στηρίζοντας τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενίσχυση της φύλαξης συνόρων και ακτογραμμής. Νωρίτερα ο γενικός διευθυντής της Καγκελαρίας, Πέτερ Αλτμάιερ, δήλωνε πως η Άγκυρα είναι πρόθυμη να κάνει στον τομέα της φύλαξης των συνόρων με την Ελλάδα «πράγματα τα οποία πριν από χρόνια ήταν αδιανόητα», όπως η συνεργασία της τουρκικής ακτοφυλακής με την ελληνική. «Η Τουρκία είναι προφανώς πρόθυμη να αναλάβει το μερίδιο των δράσεων που της αναλογεί», δήλωσε ο κ. Αλτμάιερ και πρόσθεσε ότι «εργαζόμαστε τώρα με σπουδή προκειμένου να καταστήσουμε λειτουργικά τα “Hotspots” στην Ελλάδα και στην Ιταλία, ει δυνατόν ως τα Χριστούγεννα». Αυτό, όπως είπε, αποτελεί προϋπόθεση για την κατανομή των προσφύγων σε άλλες χώρες.

Να γλυκάνει το χάπι επεχείρησε την ίδια ώρα ο επικεφαλής της Frontex, υποστηρίζοντας πως δεν διακυβεύεται η εθνική κυριαρχία των κρατών μελών της Ε.Ε. με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία των εθνικών συνόρων. Για να προσθέσει ο Φαμπρίτσε Λετζέρι πως, ούτως ή άλλως, τα κράτη δεν έχουν κυριαρχία στα σύνορά τους όταν καταφθάνουν σε αυτά περί τους 20.000 μετανάστες ανά εβδομάδα, τους οποίους ούτε να εμποδίσουν μπορούν, ούτε να ελέγξουν, όπως αναφέρει.

Επισημαίνει ότι η νέα πρόταση περιλαμβάνει δικλείδες ασφαλείας, ώστε να αποφεύγεται η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, εξηγώντας περαιτέρω ότι ο νέος φορέας θα κάνει αρχικά συστάσεις, στη βάση «ανάλυσης κινδύνου», προς τα κράτη μέλη, ως προς τους συνοριακούς ελέγχους, και μόνο στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί θα μπορεί η Επιτροπή να παρέμβει. Προσθέτει επίσης ότι «όλοι δεσμευόμαστε από τις συνθήκες».

Στη συνέχεια, ο ΛετζΈρι εκφράζει την πεποίθηση ότι, παρά τις αντιδράσεις, το σχέδιο θα προχωρήσει, ενώ τονίζει ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αποφασίσουν αν επιθυμούν τη διάσωση του χώρου Σέγκεν ή αν προτιμούν να μείνει η Ε.Ε. στη μέση της διαδρομής. Συγκρίνει μάλιστα την τρέχουσα συζήτηση για τη Σέγκεν με αυτή για το ευρώ, σημειώνοντας ότι όπως δεν μπορεί να υπάρξει εν μέρει ενιαίο νόμισμα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει και εν μέρει ελεύθερη μετακίνηση.

Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επεχείρησε να πετάξει το μπαλάκι στην Τουρκία, κατά τη συνάντησή του με την Άνγκελα Μέρκελ. Ο Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε πως, για να ξεπεραστεί αυτή η πρωτοφανής προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, πρέπει να υπάρξει ένας μόνιμος μηχανισμός μετεγκατάστασης προσφύγων απευθείας από την Τουρκία ή επανεγκατάστασης από την Ελλάδα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο έτσι θα υπάρχει ένας νόμιμος και ασφαλής δίαυλος μεταφοράς των προσφύγων προς τον προορισμό τους, όπως επεσήμανε ο Έλληνας πρωθυπουργός.

Σε αυτήν τη συνάντηση και ως προς το θέμα της Frontex, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν πως έγινε κατανοητό ότι η Ελλάδα επιθυμεί να αξιοποιήσει την «τεχνογνωσία» της Frontex και να δεχτεί βοήθεια. Επισημάνθηκε, ωστόσο, ότι από τη βοήθεια που έχει ζητήσει έως σήμερα η Ελλάδα, έχει φτάσει στη χώρα μόνο η μισή. Έγινε σαφές, μάλιστα, ότι το προσωπικό της Frontex εργάζεται με τα ωράρια εργασίας των χωρών απ’ όπου προέρχονται. Πολύ απλά δηλαδή, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν εγκάλεσε τη Frontex ότι δεν δουλεύει όσο θα έπρεπε και ότι δεν έχει αναλάβει κανονικά δράση.

Τέλος, και σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, στη συνάντηση συμφωνήθηκε ότι θα εφαρμοστεί άμεσα μια συγκροτημένη πολιτική επιστροφών όσων δεν δικαιούνται άσυλο ή αρνούνται να υποβάλουν αίτημα για άσυλο. Σ’ αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν οι εισερχόμενοι από τις τουρκικές ακτές με προέλευση κυρίως από το Μαρόκο, την Αλγερία, το Πακιστάν και το Ιράν. Οι επιστροφές θα γίνονται σε στενή συνεργασία με τη Frontex και την Ε.Ε., βάσει του πρωτοκόλλου επιστροφών Ελλάδας – Τουρκίας και στο πνεύμα της πρόσφατης συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα