Η “ακτινογραφία” των επιχειρηματικών δανείων από την ΤτΕ: Στοίχημα η πιστωτική επέκταση

Το υπόλοιπο των επιχειρηματικών οφειλών προς τις τράπεζες διαμορφώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριου στα 64,7 δισ. ευρώ

Μακροπρόθεσμα δάνεια, καθορισμένης διάρκειας, κυμαινόμενου επιτοκίου, σε ευρώ. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις, με τις τράπεζες να στοχεύουν σε ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς το επίμαχο χαρτοφυλάκιο, «ποντάροντας» και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη Νομισματική Πολιτική 2023 – 2024, το υπόλοιπο των δανειακών οφειλών των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες διαμορφώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριου στα 64,7 δισ. ευρώ.

Στις μεγάλες επιχειρήσεις αναλογούσε ποσοστό 44% επί του συνολικού υπολοίπου, στις πολύ μικρές επιχειρήσεις 23%, στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις 19% και στις μικρές επιχειρήσεις 15%. Όσον αφορά στο πλήθος δανείων, πάνω από το ήμισυ (53%) αναλογούσε στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Στις μικρές αντιστοιχούσε περίπου το 1/3, στις μεσαίες περίπου το 1/8, ενώ μόλις το 1/25 του πλήθους των δανείων αφορούσε σε μεγάλες επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά κανόνα λαμβάνουν δάνεια μεγαλύτερου ύψους από ό, τι οι επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. «Πράγματι, το μέσο ποσό δανείου που συνάπτεται για τις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους υπολογίζεται σε περίπου 10 εκατ. ευρώ, για τις μεσαίες 1,1 εκατ. ευρώ, ενώ η αντίστοιχη μέση αξία δανειακής σύμβασης για τις επιχειρήσεις μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους δεν υπερβαίνει τα 500 εκατ. ευρώ», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά στη σχετική σπουδαιότητα των διαφόρων κατηγοριών πιστωτικών προϊόντων, μεγαλύτερο μερίδιο ως προς τα υφιστάμενα υπόλοιπα καταλαμβάνουν, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης, οι πιστωτικές γραμμές τακτής λήξης.

Πρόκειται για πιστώσεις, στις οποίες η οφειλέτρια επιχείρηση μπορεί να αντλήσει ή να επιστρέψει χρηματοδότηση μέχρι ένα προεγκεκριμένο πιστωτικό όριο χωρίς να απευθύνει προηγούμενη ειδοποίηση στον πιστωτή, αλλά η πίστωση δεν έχει μορφή ανακυκλούμενης πίστωσης, πιστωτικής κάρτας ή υπερανάληψης. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για δάνεια τακτής λήξης που παρέχουν τη δυνατότητα σταδιακών (τμηματικών) αναλήψεων του συνολικού αρχικού δανείου. Σε αυτή την κατηγορία δανεισμού αντιστοιχεί το 56,7% του συνόλου των δανειακών οφειλών των επιχειρήσεων.

Δεύτερη σε σχετική σπουδαιότητα κατηγορία προϊόντος (25,8%) είναι τα δάνεια τακτής λήξης που δεν είναι πιστωτικές γραμμές. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο κατ’ ουσίαν περιλαμβάνει τοκοχρεολυτικά δάνεια, τα οποία εκταμιεύονται στο σύνολό τους εφάπαξ. Τέλος, οι ανακυκλούμενες πιστώσεις, δηλαδή, οι πιστώσεις που παρέχουν στο δανειολήπτη τη δυνατότητα επαναλαμβανόμενων αναλήψεων εφόσον το δάνειο εξυπηρετείται, συνιστούσαν το 17,2% του συνολικού υπολοίπου των δανειακών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων τον περασμένο Φεβρουάριο. Οι τρεις αυτές κατηγορίες καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των τραπεζικών δανείων προς τις εγχώριες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Επιτόκια

Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής βάσης AnaCredit, το μεσοσταθμικό ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού ανά μέγεθος επιχείρησης εκτιμάται μεταξύ 6,2% και 7,0%. Μάλιστα, παρατηρείται αντίστροφη σχέση μεταξύ μεσοσταθμικού επιτοκίου δανεισμού και μεγέθους επιχείρησης. Ομοίως, η τιμή της διαμέσου των ονομαστικών επιτοκίων κυμαίνεται από 6,3% για τις μεγάλες επιχειρήσεις έως 7,6% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Καταδεικνύεται ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά μέσο όρο έχουν δανειστεί με ευνοϊκότερους όρους συγκριτικά με τις επιχειρήσεις μικρού μεγέθους, το οποίο δύναται να δικαιολογηθεί αφενός, από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εν λόγω χαρτοφυλακίου (μικρότερο ποσοστό δανείων σε καθυστέρηση) και αφετέρου, από τη μεγαλύτερη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού λόγω του υψηλότερου μέσου μεγέθους δανείου, αλλά και της πρόσβασής τους σε εναλλακτικές πηγές άντλησης χρηματοδότησης, όπως οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων.

Η παραπάνω διαφοροποίηση παρατηρείται σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες πιστωτικών προϊόντων.

Συνεπώς, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, τα υψηλότερου κινδύνου δάνεια για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις τιμολογούνται ακριβότερα έναντι των αντίστοιχων δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις, πιθανόν διότι πολλές πιστοδοτήσεις προς μικρές επιχειρήσεις ενέχουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο αθέτησης. Ενδεικτικά, για το ήμισυ των φθηνότερων σε όρους ονομαστικού επιτοκίου δανείων, οι μικρές επιχειρήσεις δανείζονται με μέγιστο επιτόκιο κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ στο 90% των δανείων η εν λόγω απόκλιση ανέρχεται σε 2,2 ποσοστιαίες μονάδες.

Όσον αφορά στο επιτόκιο δανεισμού ανά κατηγορία προϊόντος για τις τρεις σημαντικότερες σε όρους όγκου κατηγορίες προϊόντων, φαίνεται ότι υπάρχει διαφοροποίηση στην τιμολόγηση των δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια έναντι των δανείων τακτής λήξης, πιθανώς λόγω του υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου στα δάνεια αυτής της κατηγορίας και του αυξημένου για τις τράπεζες διαχειριστικού κόστους.

Έτσι, το μέσο επιτόκιο στα δάνεια τακτής λήξης ανερχόταν το Φεβρουάριο του 2024 σε 6,7%, τόσο στην περίπτωση των πιστωτικών γραμμών τακτής λήξης, όσο και στην περίπτωση των τοκοχρεολυτικών δανείων τακτής λήξης, ενώ το μέσο επιτόκιο δανεισμού στις ανακυκλούμενες πιστώσεις διαμορφώθηκε κατά 0,7 της ποσοστιαίας μονάδας υψηλότερα, σε 7,4%.

Η πλειονότητα – άνω του 75% – των επιχειρηματικών δανείων στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών αφορά σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Όμοια ποσοστά δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου παρατηρούνται ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης. Στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, η αναπροσαρμογή του επιτοκίου ορίζεται ανά μήνα ή ανά τρίμηνο (36% του αριθμού των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο) ή πραγματοποιείται κατά τη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύματος (33% του αριθμού των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο).

Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, ελαφρώς υψηλότερο μερίδιο σε δάνεια σταθερού επιτοκίου (31%) παρουσιάζεται στην κατηγορία των πιστωτικών γραμμών τακτής λήξης. Όσον αφορά την αρχική διάρκεια των δανείων κατά τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων, στην πλειονότητά τους (άνω του 65%) αφορούν σε διάρκειες άνω των πέντε ετών, με το ποσοστό να ανέρχεται σε 74% στις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Τέλος, όσον αφορά το συναλλαγματικό κίνδυνο, δηλαδή τον κίνδυνο να αλλάξει η αξία των δανειακών οφειλών εξαιτίας μεταβολών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, το Φεβρουάριο του 2024 μόλις το 0,6% της αξίας του υπολοίπου των επιχειρηματικών δανείων αντιστοιχούσε σε δάνεια που έχουν συναφθεί σε νόμισμα πλην του ευρώ, κυρίως δάνεια σε δολάριο ΗΠΑ ή σε ελβετικό φράγκο.

Πιστωτική επέκταση

«Η αναμενόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος πρόκειται να στηρίξει την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις». Αυτό επισημαίνει η ΤτΕ στην Έκθεσή της, σημειώνοντας πως τα υψηλά επιτόκια των τραπεζικών δανείων εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν κατά το τρέχον έτος να συμβάλλουν αρνητικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, έως ότου οι αναμενόμενες περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ ξεκινήσουν, σε επόμενη φάση, να ασκούν θετικές επιδράσεις.

«Βέβαια, σε πραγματικούς όρους, τα δανειακά επιτόκια είναι δυνατόν αρχικά να αυξηθούν και άλλο, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί. Η μέχρι σήμερα απορρόφηση των πόρων του RRF και οι σχετιζόμενες υπογραφές συμβάσεων μεγάλης αξίας για νέα δάνεια προμηνύουν ενίσχυση της χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ το επόμενο διάστημα. Την επίδραση αυτή μεγεθύνει και το ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία. Επιπλέον, στη χορήγηση νέων πιστώσεων θα συντείνουν οι πόροι συγχρηματοδότησης εκ μέρους των τραπεζών και της ΕΤΕπ που θα διατεθούν στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ (2021-2027), καθώς και τα κονδύλια που διαχειρίζεται η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα», προσθέτει.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα