Λύση για την δύσκολη εξίσωση

Στο οικονομικό επιτελείο υπολογίζουν οι αυξήσεις στους δημόσιους υπαλλήλους να είναι σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μοιάζει σα να λαμβάνουν όσο και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι με 14 μισθούς

Μία από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις της Νέας Δημοκρατίας για τη νέα τετραετία ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού και στον δημόσιο, ει δυνατόν στα ύψη του ιδιωτικού τομέα.

Της Ευαγγελίας Τζαβάρα

Σήμερα, ο κατώτατος εισαγωγικός μισθός των εργαζομένων υποχρεωτικής εκπαίδευσης στον δημόσιο τομέα είναι 780 ευρώ, φαινομενικά όσο και ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα μετά την τελευταία αναπροσαρμογή του. Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά: οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με 14 μισθούς τον χρόνο ενώ στον δημόσιο τομέα με 12, μετά την κατάργηση των Δώρων από το 2012, λόγω των αποφάσεων την εποχή των μνημονίων.

Έτσι ήδη έχει τεθεί επί τάπητος στην κυβέρνηση το ενδεχόμενο της αύξησης του κατώτατου μισθού στο δημόσιο και από τα 780 ευρώ μεικτά να φτάσει έως και τα 846 ευρώ τον μήνα, ώστε σε ετήσια βάση, οι κατώτατες ετήσιες αποδοχές των μισθωτών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα να βρεθούν πολύ κοντά. Να σημειωθεί ότι οι εισαγωγικοί μισθοί στο δημόσιο διαμορφώνονται σήμερα σε 780 ευρώ για τους υπαλλήλους υποχρεωτικής εκπαίδευσης, στα 858 ευρώ για τη δευτεροβάθμια, στα 1.037 ευρώ για υπαλλήλους τεχνολογικής εκπαίδευσης και στα 1.092 ευρώ για τους υπαλλήλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Αν τελικά αυτή η πρόταση που εξετάζεται από όλες τις πλευρές περάσει, τότε οι αυξήσεις στους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων θα φτάσουν ακόμα και το 8,5% ενώ σε μεσοσταθμικό επίπεδο αναμένεται να κυμανθούν στην περιοχή του 4%-5%. Το κονδύλι το οποίο έχει εγγραφεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας ανέρχεται στα 500 εκατ. ευρώ και οι αυξήσεις αναμένεται να εφαρμοστούν από την 1η Ιανουαρίου 2024. Παράλληλα θα τεθούν σε εφαρμογή αυξήσεις έως και 30% στα επιδόματα θέσης ευθύνης, θα αναπροσαρμοστούν τα εκτός έδρας, ενώ σημαντικές αυξήσεις έχουν ήδη εξαγγελθεί στα οικογενειακά επιδόματα. Το επίδομα τέκνων για δημόσιο υπάλληλο με ένα παιδί θα αυξηθεί από τα 50 στα 70 ευρώ, με δύο παιδιά από τα 70 στα 120 ευρώ και με τρία παιδιά από τα 120 στα 170 ευρώ.

Οι διατάξεις για το νέο μισθολόγιο των δημόσιων υπαλλήλων θα περιληφθούν στο πρώτο νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, με το οποίο, όπως έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός, θα υλοποιηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες της Ν.Δ. για το 2024. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών η επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να δουν αύξηση στις μεικτές αποδοχές τους όλοι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο οι οποίοι είναι και οι μόνοι που δεν έχουν δει ακόμη τους μισθούς τους να αλλάζουν. Και φυσικά το ενιαίο μισθολόγιο να γίνει πιο «ελκυστικό» για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων.

Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τους νεοεισερχόμενους και όσους κατατάσσονται στα χαμηλότερα κλιμάκια του ενιαίου μισθολογίου. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει αυτούς που καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης. Με τα σημερινά δεδομένα, η ανάληψη ευθύνης στο Δημόσιο αποζημιώνεται μόνο με το επίδομα θέσης το οποίο ανέρχεται στα 290 ευρώ μεικτά για τους προϊσταμένους τμημάτων, στα 350 ευρώ μεικτά για τους προϊσταμένους υποδιευθύνσεων, στα 450 ευρώ για τους προϊσταμένους διευθύνσεων και στα 1.000 ευρώ για τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων. Η αύξηση του επιδόματος θέσης είναι ένα από τα σενάρια που επίσης έχουν εξεταστεί και πριν από τις εκλογές.

Η 3η ομάδα περιλαμβάνει τους εργαζομένους με παιδιά. Το σκεπτικό που συνοδεύει το σενάριο να αυξηθεί το επίδομα παιδιών είναι το αντίστοιχο που οδήγησε και στη λήψη της απόφασης για αύξηση της έκπτωσης φόρου για τις οικογένειες με παιδιά. Και στο ενιαίο μισθολόγιο –όπως συμβαίνει και με τη φορολογική νομοθεσία– η απόσταση του επιδόματος ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ένα και δύο παιδιά είναι πολύ μικρή.

Το κυβερνητικό πρόγραμμα προβλέπει ότι το δημοσιονομικό κόστος για το ενιαίο μισθολόγιο θα παραμείνει σταθερό στα 500 εκατ. ευρώ για όλη την 4ετία. Αυτό σημαίνει ότι οι μεταβολές που θα αποφασιστούν θα διατηρηθούν σε ισχύ χωρίς πρόσθετες παρεμβάσεις για όλη την 4ετία. Οι όποιες πρόσθετες αυξήσεις στο Δημόσιο θα προέλθουν από τις ωριμάνσεις και τις αλλαγές μισθολογικού κλιμακίου.

Ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη

Στο μεταξύ το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προβλέπει ανάπτυξη 2,2% και πληθωρισμό στο 4,6% για το 2023, δηλαδή χωρίς καμία διαταραχή στην υπάρχουσα κατάσταση.

Ωστόσο στην έκθεση του για το πρώτο τρίμηνο του έτους περιλαμβάνονται και τρία εναλλακτικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν από το τρίτο τρίμηνο του 2023. Στο σενάριο 1, η επενδυτικά βαθμίδα, στο βαθμό που τα θετικά αποτελέσματά της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας διαχυθούν άμεσα στην πραγματική οικονομία, θα προκαλέσει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων που θα ενισχύσουν το ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 και στο 2,7% το 2024, δηλαδή 0,1 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο. Συνεπώς, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έχει αξιόλογη θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας πέρα από τις ευνοϊκές επιπτώσεις στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.

Στο σενάριο 2, η μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων θα περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών και θα οδηγήσει το ΑΕΠ σε μεγέθυνση 2% το 2023 και 2,1% το 2024, δηλαδή 0,2 και 0,1 κάτω από το βασικό σενάριο.

Στο σενάριο 3, η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ρυθμό μεγέθυνσης 2,3% το 2023 και 2,2% το 2024, δηλαδή 0,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο για το 2023 αλλά χωρίς διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2024.

Οι προβλέψεις του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Για παράδειγμα, τυχόν βραδύτερη ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.

Παρά τη γενικά θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο – 13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας).

Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα