Τα μαθηματικά μπήκαν στο Μουντιάλ

Το πείραμα με τους λογάριθμους, τις συναρτήσεις αλλά και τα μεγάλα δεδομένα για την ομάδα που θα κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο δείχνει πως η επιστήμη επιχειρεί να προσεγγίσει και προβλέψει το …απρόβλεπτο ποδόσφαιρο

Mαθηματικά μοντέλα προβλέπουν τον πιθανότερο νικητή του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου στο Κατάρ!

Που βασίζουν την πρόβλεψή τους;

Στην ανάλυση προηγούμενων επιδόσεων των ομάδων, με προηγμένες στατιστικές μεθόδους των “μεγάλων δεδομένων”, και ενθαρρυμένοι από την επιτυχή πρόβλεψή τους του ποδοσφαιρικού Euro 2020, επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης  δημοσίευσαν την πρόβλεψή τους στο παγκοσμίου κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature.

Έχει σημασία να δει κανείς πως έχει μπει στο ποδόσφαιρο η επιστήμη των μαθηματικών και πως τίποτα πλέον δεν γίνεται τυχαία. Ίσως γι αυτό πέθανε το ταλέντο. Διότι πλέον αναζητούνται αθλητές με βάση τις μετρήσεις και όχι ποδοσφαιριστές με μεράκι και καρδιά…

Τι δεν υπολογίζουν; Ότι το ποδόσφαιρο είναι απρόβλεπτο γι αυτό είναι και ο «βασιλιάς των σπορ»…

Πάμε να δούμε την μελέτη…

Ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι  λίγοι ποδοσφαιριστές συμφωνούν με την απόφαση ενός προπονητή να τους κάνει αλλαγή με άλλον συμπαίκτη τους.

Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου στο Κατάρ, οι παίκτες έχουν έναν πιο τεκμηριωμένο τρόπο να διαφωνούν για το χρόνο συμμετοχής τους.

Μέσα σε λίγα λεπτά από το τελικό σφύριγμα, οι διοργανωτές του τουρνουά στέλνουν σε κάθε παίκτη μια λεπτομερή ανάλυση της απόδοσής του. Οι επιθετικοί βλέπουν πόσο συχνά έκαναν ένα τρέξιμο και δεν τροφοδοτήθηκαν. Οι αμυντικοί έχουν στοιχεία για το πόσο σωστά έπαιξαν και ταλαιπώρησαν την αντίπαλη ομάδα όταν είχε την κατοχή της μπάλας.

 

Είναι η τελευταία εισβολή αριθμών σε ποδοσφαιρικό παιχνίδι.

Η ανάλυση δεδομένων πλέον κατευθύνει τα πάντα, από τις μεταγραφές παικτών και την ένταση της προπόνησης, μέχρι τη στόχευση αντιπάλων και τη σύσταση της καλύτερης κατεύθυνσης για μια πάσα σε οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου.

 

Εν τω μεταξύ, οι ποδοσφαιριστές αντιμετωπίζουν τον έλεγχο των δεδομένων που σχετίζεται με τα στατιστικά τους σαν να είναι αστροναύτες…

Τα φορητά γιλέκα πάνω τους και οι ιμάντες μπορούν πλέον να ανιχνεύουν την κίνηση, να παρακολουθούν τη θέση με το GPS και να μετρούν τον αριθμό στις επαφές τους με τη μπάλα σε κάθε πόδι. Οι κάμερες σε πολλές γωνίες καταγράφουν τα πάντα, από τις κεφαλιές που κερδίζονται μέχρι το χρόνο που οι παίκτες κρατούν την μπάλα. Και για να κατανοήσουν αυτές τις πληροφορίες, οι περισσότερες  μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες προσλαμβάνουν  πλέον αναλυτές δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων μαθηματικών, επιστημόνων δεδομένων και φυσικών από κορυφαίες εταιρείες και εργαστήρια όπως η Microsoft και το CERN, το εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής της Ευρώπης στη Γενεύη της Ελβετίας.

 

Σε αντάλλαγμα, οι πληροφορίες από τους αναλυτές αλλάζουν τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι. Για παράδειγμα οι επιθετικοί σουτάρουν λιγότερο συχνά από απόσταση, οι εξτρέμ πασάρουν σε συμπαίκτη αντί να σταυρώσουν τη μπάλα και οι προπονητές έχουν εμμονή να κερδίσουν την κατοχή ψηλά στον αγωνιστικό χώρο…

 

«Τα μεγάλα δεδομένα εγκαινίασαν μια νέα εποχή του ποδοσφαίρου»,  σύμφωνα με τον Ντανιέλ Μέμεντ, αθλητικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.

«Έχει αλλάξει τη φιλοσοφία και τη συμπεριφορά των ομάδων, τον τρόπο με τον οποίο αναλύουν τους αντιπάλους και τον τρόπο που αναπτύσσουν ταλέντο και παίκτες σκάουτερ».

Μία από τις πιο γνωστές περιπτώσεις για το πώς τα δεδομένα αλλάζουν τα αθλήματα προέρχεται από ένα διαφορετικό παιχνίδι.

Στο βιβλίο του Moneyball το 2003, ο Mάικλ Λιούις  εξέθεσε πώς ο μάνατζερ των Οκλαντ, Μπίλι Μπιν, βασιζόταν στα στατιστικά στοιχεία των παικτών για να αναδείξει την ομάδα του πρωταθλήτρια στο μπέιζμπολ με περιορισμένο προϋπολογισμό το 2002.

Ο Μπιν στρατολόγησε παίκτες με βάση λεπτομερή δεδομένα σχετικά με την απόδοσή τους, συμπεριλαμβανομένων προηγουμένως υποτιμημένων μετρήσεων  ακόμη και για το πόσο οι αθλητές επηρεάζονται από το φαγητό τους.

Ο Μπιν είχε ένα πλεονέκτημα έναντι εκείνων που προσπαθούσαν να επαναλάβουν το κόλπο στο ποδόσφαιρο.

«Το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο περίπλοκο από το μπέιζμπολ», λέει ο Mέμεντ. Το μπέιζμπολ είναι ένα φυσικό παιχνίδι «σταμάτα-ξεκίνα» στο οποίο μόνο μία ομάδα κάθε φορά προσπαθεί να σκοράρει και τα στατιστικά του μπέιζμπολ είχαν συλλεχθεί τακτικά και μελετώνται σε μεγάλη κλίμακα για δεκαετίες.

Αντίθετα, το ποδόσφαιρο είναι ένα ρευστό και χαμηλού σκορ παιχνιδιού «εισβολής» (στην αντίπαλη περιοχή) και είναι πολύ πιο δύσκολο να καταγραφεί ποιος κάνει τι και πώς επηρεάζει το αποτέλεσμα.

Για δεκαετίες, οι στατιστικολόγοι του ποδοσφαίρου έτειναν να επικεντρώνονται στα γκολ που σημειώθηκαν και δέχονταν και να βρίσκουν έναν τρόπο να τα μοντελοποιούν για να κάνουν προβλέψεις.

 

Παραλλαγές αυτής της μεθόδου χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για την πρόβλεψη των αποτελεσμάτων των αγώνων.

Ένα μαθηματικό μοντέλο που υποθέτει ότι τα γκολ  κατανέμονται γύρω από μια μέση τιμή, που αναπτύχθηκε από επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Ηνωμένο Βασίλειο προέβλεψε σωστά ότι η Ιταλία θα κέρδιζε την Αγγλία στο  Euro 2020. Επίσης βρήκε τους  έξι από τους οκτώ προημιτελικούς.

Μια τέτοια επιτυχία δεν είναι ασυνήθιστη.

Οι στατιστικές προβλέψεις αγώνων είναι πιο ακριβείς από ό,τι πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται, λέει ο Μάθιου Πεν, διδάκτορας στην Οξφόρδη, ο οποίος ανέπτυξε το μοντέλο του Euro 2020.

«Θέλετε να δώσετε σε κάθε ομάδα μια επιθετική και αμυντική δύναμη και αυτό το καταφέρνετε από τον συνολικό αριθμό των γκολ που έχει σημειώσει κάθε ομάδα και τη σχετική δυσκολία των αντιπάλων της», λέει και προσθέτει: «Καταλήγεις με αυτό το σύνολο εξισώσεων που πρέπει να λύσεις για αυτά τα δύο σετ δυνάμεων, και μετά γίνεται πολύ εύκολο να προβλέψεις κάθε αγώνα».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα